σφηνόπους

σφηνόπους
σφηνό-πους, πουν, gen. ποδος,
A with wedge-shaped legs, of a bier,

κλίνη IG12(5).593

A 6 (Ceos, V B.C.). [The spelling with -η- shows that σφήν has [dialect] Att.-[dialect] Ion. η from [pron. full] : cf. σφάνιον.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφηνόπους — ουν, Α αυτός που έχει πόδια που μοιάζουν με σφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, ηνός «σφήνα» + πους «πόδι»] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • σφάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον κλινίδιον» β) «ἐν σφανίῳ ἐν κλιναρίῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού συνθ. σφηνόπους* < σφήν, ηνός* (πιθ. δωρ. τ. τού αμάρτυρου σφήνιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”